- φορτωτή
- yükleyici
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… … Dictionary of Greek
θαλασσοδάνειο — το 1. δάνειο με υψηλό τόκο που παρεχόταν σε πλοιοκτήτη ή φορτωτή, ενώ η επιστροφή του εξαρτούνταν από την αίσια έκβαση ναυτικής επιχείρησης 2. δάνειο με πολύ μεγάλο τόκο τού οποίου η απόδοση δεν είναι σίγουρη λόγω τού ότι ο οφειλέτης δεν είναι… … Dictionary of Greek
ναυτοδάνειο — το 1. δάνειο σε πλοιοκτήτη ή σε φορτωτή με την ευκαιρία ναυτικής επιχείρησης τού οποίου η επιστροφή εξαρτάται από την αίσια έκβαση που αυτή θα έχει 2. μτφ. δανεικά κι αγύριστα, θαλασσοδάνειο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + δάνειο. Η λ. μαρτυρείται από το … Dictionary of Greek